- λογχηφόρος
- λογχ-ηφόρος, ον,A = λογχοφόρος, Sch.rec.A.Pers.147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογχηφόρος — λογχηφόρος, ον (Α) λογχοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
λογχηφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχηφόρον — λογχηφόρος masc/fem acc sg λογχηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχηφόροι — λογχηφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχηφόροις — λογχηφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek